βοήθεια

βοήθεια
βοήθεια
help
fem nom/voc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • βοηθεία — βοηθείᾱ , βοήθεια help fem nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βοηθείᾳ — βοηθείᾱͅ , βοήθεια help fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βοήθεια — η (AM βοήθεια) 1. παροχή βοήθειας, συνδρομή, επικουρία 2. επικουρική στρατιωτική δύναμη 3. προστασία, στήριγμα 4. (η κλητ. ως επιφώνημα) βοήθεια τρέξτε να βοηθήσετε νεοελλ. 1. το μέσον της βοήθειας, η βοήθεια σε είδος 2. η βοήθεια σε χρήμα, η… …   Dictionary of Greek

  • βοήθεια — η 1. αρωγή, συνδρομή, ενίσχυση: Στις μέρες μας, η ανθρωπιστική βοήθεια είναι απαραίτητη. 2. η ελεημοσύνη ή η αρωγή σε είδος: Έδωσα μια μικρή βοήθεια στο ζητιάνο έξω από την εκκλησία. 3. ως επιφ.: Βοήθεια! τρέξτε να με σώσετε …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • βοηθείας — βοηθείᾱς , βοήθεια help fem acc pl βοηθείᾱς , βοήθεια help fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βοήθει' — βοήθεια , βοήθεια help fem nom/voc sg βοήθειαι , βοήθεια help fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βοηθείαι — βοηθείᾱͅ , βοήθεια help fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βοηθειῶν — βοήθεια help fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βοηθείαιν — βοήθεια help fem gen/dat dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βοηθείαις — βοήθεια help fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”